υδρογεωλογία

υδρογεωλογία
Τομέας της γεωολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των υπόγειων νερών, την ανεύρεση, την κίνηση, την άντλησή τους κλπ. Η υ. είναι σχετικά νέα επιστήμη, αναπτύχθηκε από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες για την ύπαρξη και κίνηση των υπόγειων νερών. Ο Θαλής ο Μιλήσιος αναφέρει πως το νερό της θάλασσας, σπρωγμένο από τον άνεμο, εισχωρεί από τις ακτές στο εσωτερικό της γης και συσσωρεύεται σχηματίζοντας υπόγειες λίμνες. Ο Πλάτων, με βάση τη μυθολογία, αναφέρει ότι τα νερά των ωκεανών εισέρχονται στο εσωτερικό της γης από μια μεγάλη άβυσο, τον Τάρταρο. Αντίθετα ο Αριστοτέλης πιστεύει πως τα υπόγεια νερά προέρχονται από τους υδρατμούς της επιφάνειας της γης, που εισέρχονται στο εσωτερικό της και ψύχονται. Πολύ αργότερα ο Βιτρούβιος (1ος αι. π.Χ.) θα πλησιάσει την πραγματικότητα, λέγοντας πως τα νερά της βροχής, διαπερνώντας το έδαφος, σταματούν πάνω σε υπόγειες βραχώδεις επιφάνειες ή αργιλικά στρώματα. Οποιεσδήποτε όμως και αν υπήρξαν οι θεωρίες πάνω στα υπόγεια νερά, οι άνθρωποι γνώριζαν πώς να τα εκμεταλλεύονται πολλούς αιώνες π.Χ. Η Αθήνα, από τον 6o αι. π.Χ. ακόμα, τροφοδοτείται από διάφορα πηγάδια· το ίδιο εφάρμοζαν στις πόλεις τους διάφοροι άλλοι λαοί όπως Αιγύπτιοι, Πέρσες, Κινέζοι κ.ά. Μόνο κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα Γάλλοι και Γερμανοί γεωλόγοι ανήγαγαν την υ. σε πραγματική επιστήμη που μπορεί να επισημάνει την ύπαρξη υπόγειων νερών και τη φορά της κίνησής τους, καθώς και την κατάλληλη εκμετάλλευσή τους.
* * *
η, Ν
κλάδος τής γεωλογίας και τής υδρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη τού υποεπιφανειακού νερού, με επίκεντρο τις διεργασίες κυκλοφορίας του στο έδαφος και στα πετρώματα, την έρευνα και προστασία τών υπόγειων υδάτων καθώς και την υδροληψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrogeologie (< υδρ[ο]-* + γεωλογία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υδρογεωλογία — η τμήμα της γεωλογίας που ασχολείται με την ανεύρεση και άντληση των υπόγειων νερών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρογεωλογικός — ή, ό, Ν [υδρογεωλογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογεωλογία ή στον υδρογεωλόγο …   Dictionary of Greek

  • γεωυδρολογία — η η υδρογεωλογία …   Dictionary of Greek

  • διαπερατότητα — Η ιδιότητα ενός σώματος να διαπερνάται από το νερό. Η ιδιότητα αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στη γεωργία, στην εφαρμοσμένη γεωλογία και στη φυσική (μαγνητική δ.). (Γεωλ.) Διαπερατά πετρώματα θεωρούνται αυτά που επιτρέπουν τη διέλευση του νερού μέσα …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην υδρογεωλογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + γεωλόγος] …   Dictionary of Greek

  • υδρολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρολογία ή στον υδρολόγο 2. φρ. α) «υδρολογικές επιστήμες» γεωλ. οι επιμέρους κλάδοι τής υδρολογίας, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται η υδραυλική, η υδρομετεωρολογία, η υδρογραφία, η υδρομετρία, η… …   Dictionary of Greek

  • υδρογεωλογικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην υδρογεωλογία ή στον υδρογεωλόγο (βλ. λλ.): Υδρογεωλογικές έρευνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδρογεωλόγος — ο επιστήμονας που ασχολείται με την υδρογεωλογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”